υποβάτης

υποβάτης
ο подставка, подпорка; опора

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "υποβάτης" в других словарях:

  • υποβάτης — ο / ὑποβάτης, ΝΑ [ὑποβαίνω] νεοελλ. καθετί που χρησιμεύει ως υποστήριγμα αρχ. υπόβαθρο …   Dictionary of Greek

  • ὑποβατᾶν — ὑποβάτης masc gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -βάτης — β συνθετικό ουσιαστικών της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. βαίνω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αντιστρόφου Λεξικού της Νέας Ελληνικής του Γ. Κουρμούλη (σ. 753), έναντι 85… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»